- κουτρουβαλιάζω
- [κουτρουβάλα]κάνω κάποιον ή κάτι να πέσει με το κεφάλι προς τα κάτω, ανατρέπω βίαια, τουμπάρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουτρουβαλιάζω — κουτρουβάλιασα, κουτρουβαλιάστηκα, κουτρουβαλιασμένος 1. ρίχνω κάποιον, τον κάνω να πέσει με το κεφάλι προς τα κάτω. 2. κουτρουβαλώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτρουβάλιασμα — το [κουτρουβαλιάζω] η κουτρουβάλα, η πτώση, το κατρακύλημα … Dictionary of Greek
κουτρουβάλιασμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κουτρουβαλιάζω, κουτρουβάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)